υποκόμης — ο θηλ. ισσα τίτλος ευγενών αμέσως κατώτερος από τον τίτλο του κόμη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κάσλρι, Ρόμπερτ Στιούαρτ, υποκόμης του- — (Robert Stewart, viscount of Castlereagh, Μάουντ Στιούαρτ, Ιρλανδία 1769 – Νορθ Κρέιζ, Κεντ 1822). Ιρλανδός πολιτικός. Ήταν μαρκήσιος του Λοντοντέρι, βουλευτής στο ιρλανδικό κοινοβούλιο (1790) και σφραγιδοφύλακας της κυβέρνησης (1796). Μετά την… … Dictionary of Greek
Πάλμερστον, Χένρι Τζον Τεμπλ, υποκόμης του- — (Henry John Temple, viscount of Palmerston, Mπρόουντλαντς 1784 – Mπρόκετ Xολ 1865). Άγγλος πολιτικός. Μαζί με τον Ρόμπερτ Πιλ, τον Μπέντζαμιν Ντισραέλι και τον Ουίλιαμ Γλάδστον, ήταν ένας από τους μεγάλους πολιτικούς που κυριάρχησαν στην αγγλική… … Dictionary of Greek
Τιρέν, Aνρί ντε Λατούρ, υποκόμης του- — (Turenne, 1611 – 1675). Στρατάρχης της Γαλλίας. Ήταν δευτερότοκος γιος του δούκα Ερρίκου του Μπουγιόν, πρίγκιπας του Σεντάν και της Ελισάβετ του Νασάου. Αρχικά πολέμησε στο πλευρό των πριγκίπων του Νασάου (1625 29) και στη συνέχεια τέθηκε στη… … Dictionary of Greek
Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… … Dictionary of Greek
υποκομητεία — η, Ν περιοχή που βρίσκεται υπό την εξουσία τού υποκόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποκόμης. Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Ιω. Καρασούτσα] … Dictionary of Greek
υποκόμις — ιτος, ο, Ν (λόγιος τ.) βλ. υποκόμης … Dictionary of Greek
Βάκων — I (Ίλτσεστερ, Σόμερσετ 1214 – 1292;). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Άγγλου φιλόσοφου Ρότζερ Μπέικον (Roger Bacon). Σπούδασε στην Οξφόρδη και στο Παρίσι και γύρω στο 1252 μπήκε στο τάγμα των Φραγκισκανών μοναχών. Η κλίση του όμως προς την… … Dictionary of Greek
Μακμίλαν, Χάρολντ — (Harold Macmillan, Λονδίνο 1894 – 1986). Άγγλος πολιτικός, πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας (1957 64). Ήταν γόνος οικογένειας της ανώτερης αστικής τάξης και σπούδασε στο περίφημο Ίτον και στην Οξφόρδη. Το 1924 έγινε μέλος της Βουλής των… … Dictionary of Greek
Πορτογαλία — Κράτος της Νοτιοδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με την Ισπανία, ενώ στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεναό.H πορτογαλική Δημοκρατία αποτελείται από την κυρίως Πορτογαλία, το αρχιπέλαγος των Aζορών και το νησί Mαδέρα, που έχουν συνολική έκταση… … Dictionary of Greek